- νηφαλέος
- νηφαλέος, -α, -ον (ΑΜ, Μ και νηφάλεος, -έα, -ον)1. εγκρατής στο κρασί, νηφάλιος2. αυτός που έχει πνευματική διαύγεια, συνετός.επίρρ...νηφαλέως (ΑΜ)με νηφάλιο τρόπο, με το μυαλό καθαρό, με σοβαρότητα, ήσυχα.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποτελεί πιθ. άλλο τ. τού νηφάλιος σχηματισμένο κατά τα επίθ. σε -αλέος (πρβλ. θαρρ-αλέος). Λιγότερο πιθ. είναι η άποψη ότι η λ. παράγεται από το νήφω].
Dictionary of Greek. 2013.